- λαμπαδηκόμος
- λαμπαδη-κόμος, der die Fackeln besorgt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπαδηκόμος — λαμπαδηκόμος, ὁ (Α) αυτός που μεριμνούσε για τις λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + κόμος* (< κομῶ «περιποιούμαι, φροντίζω»). Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek